- συντιθεμένῃ
- συντίθημιplacepres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντιθεμένη — συντίθημι place pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Potentiality and actuality — Energeia redirects here. For other uses, see Energia (disambiguation) and Energy (disambiguation). Dunamis redirects here. For other uses, see Dunamis (disambiguation). Part of a series on … Wikipedia
διώνυμος — η, ο (AM διώνυμος, ον) αυτός που έχει δύο ονόματα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο τής πρόσθεσης ή τής αφαίρεσης αρχ. διάσημος, περίφημος … Dictionary of Greek
μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… … Dictionary of Greek